- μελῳδήσῃ
- μελῳδέωchantaor subj mid 2nd sgμελῳδέωchantaor subj act 3rd sgμελῳδέωchantfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επισυναφή — ἐπισυναφή, ἡ (Α) (αρχ. μουσ.) η μελώδηση τριών τετραχόρδων σε συνδυασμό κατά σειρά, π.χ. υπάτων, μέσων και συνημμένων … Dictionary of Greek